ἄδολος — guileless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… … Dictionary of Greek
άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδολώτερον — ἄδολος guileless masc acc comp sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc comp sg ἄδολος guileless adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτων — ἄδολος guileless fem gen superl pl ἄδολος guileless masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολώτατα — ἄδολος guileless adverbial superl ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολώτατον — ἄδολος guileless masc acc superl sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόλως — ἄδολος guileless adverbial ἄδολος guileless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδολον — ἄδολος guileless masc/fem acc sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτη — ἄδολος guileless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτην — ἄδολος guileless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)